Η Υπόσχεση
Είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που τοποθετούμαι για τις εσωκομματικές εκλογές του Κινήματος Αλλαγής. Η επόμενη θα είναι την παραμονή διεξαγωγής τους, που σύμφωνα με το καταστατικό είναι προγραμματισμένη για τον προσεχή Νοέμβριο.
Μέρες, εβδομάδες, μήνες και χρόνια τώρα ακούμε ότι αυτή η παράταξη πρέπει να μεγαλώσει για να εξασφαλίσει την ύπαρξή της. Σε διαφορετική περίπτωση είναι καταδικασμένη να ακολουθήσει ένα σπιράλ φθοράς μέχρι την τελική ανυπαρξία.
Είναι εύλογο το επιχείρημα; Ενστικτωδώς ναι, όμως η τάση αναγωγής του ως πρωτεύοντος διακυβεύματος μπορεί όντως να εκπορεύεται από μία ειλικρινή αγωνία και όχι σκοπιμότητα. Όμως κατά την ταπεινή μου άποψη είναι η λάθος απάντηση σε ένα λάθος ερώτημα που εν πολλοίς και εμείς οι ίδιοι έχουμε θέσει μεταξύ μας: “Αν δεν μεγαλώσετε εκλογικά στις επόμενες εκλογές, θα υπάρχετε στις μεθεπόμενες;”
Η υπόσχεση εκλογικής μεγέθυνσης από όπου κι αν προέρχεται και από όπου κι αν προέλθει, παράλληλα με τη ρητορική περί “3 εκατομμυρίων ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ το 2009” ή την κλασσική καταφυγή στην εκλογική ανάλυση της εκλογικής αποχής είναι εύκολο το να δίνεται, δύσκολο όμως να πραγματοποιείται.
Κι αυτό γιατί τα 3 εκατομμύρια ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ του 2009 δεν υπάρχουν ως εκλογικό σώμα το 2021 για μία πλειάδα λόγων. Γιατί η αύξηση της εκλογικής αποχής έχει πολλαπλές ερμηνείες τις οποίες μπορεί να αξιοποιήσει κάθε κόμμα που άσκησε κάποτε εξουσία. Και τέλος η αναμονή ανασυγκρότησης της δημοκρατικής παράταξης πάνω στις πολλαπλές αποτυχίες του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα από τη ΝΔ είναι αρκετά ηττοπαθές και μεταθέτει το τενεκεδάκι της ιστορίας στο μέλλον.
Πρέπει να έχουν υπόψη τα πραγματικά μεγέθη: Στις τελευταίες εσωκομματικές εκλογές της παράταξης (μετέπειτα Κινήματος Αλλαγής) τον Νοέμβριο του 2017 προσήλθαν 212.000 συμπολίτες μας. Στις ευρωεκλογές και τις εθνικές εκλογές του 2019 Κίνημα Αλλαγής ψήφισαν 436.000 και 457.000 συμπολίτες μας. Αυτά τα δεδομένα έχουμε στα χέρια μας και με αυτά πρέπει να δουλέψουμε.
Αλλά προς σε ποια κατεύθυνση;
Πλάι στο επιχείρημα της εκλογικής μεγέθυνσης, προστίθεται ακόμα ένα: Ότι το Κίνημα Αλλαγής πρέπει να μην εγκαταλείψει την προοπτική εξουσίας, ειδάλλως πολλά από τα εναπομείναντα στελέχη του, αν δεν επιλέξουν την ιδιώτευση, θα συστρατευθούν με τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, που έχουν την ευχέρεια να ικανοποιήσουν άμεσα προσωπικές φιλοδοξίες.
Προφανώς κι ένας πολιτικός φορέας δεν είναι όμιλος προβληματισμού ή σύλλογος άδολων εραστών της πολιτικής. Όμως αν βάλει τις αγωνίες των καθόλα άξιων στελεχών του πάνω από την αγωνία της κοινωνίας και των απλών μελών της παράταξης, τα οποία έμειναν στα δύσκολα και έβαλαν πλάτη με την ψήφο και τη δράση τους, τότε η αγωνία αυτή είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα οδηγήσει σε βιαστικές αποφάσεις, υποθηκεύοντας μία και καλή το παρόν και το μέλλον της παράταξης.
Φυσικά και δεν βολευόμαστε με ένα μικρό κόμμα διαμαρτυρίας
Φυσικά και δεν ονειρευόμαστε ένα κόμμα προθύμων για συγκυβέρνηση πότε με τη ΝΔ, πότε με τον ΣΥΡΙΖΑ
Φυσικά και δεν παλεύουμε για ένα κόμμα που θα ζει με το κλέος του παρελθόντος του, πίσω από τα κάδρα και τις σημαίες.
Όμως το να ανάγουμε ως στρατηγικό στόχο την άνευ όρων εκλογική του μεγέθυνση, μόνο και μόνο επειδή π.χ. θα αλλάξει η ηγεσία, ή επειδή θα συλληφθεί ένα πολιτικό τέχνασμα που θα διπλασιάσει τα ποσοστά του κόμματος εν μία νυκτί γινόμαστε λίγο ΣΥΡΙΖΑ που περιμένει ένα θαύμα της συγκυρίας για να ορθοποδήσει δημοσκοπικά.
Τι χρειάζεται λοιπόν;
Πρώτα απ’ όλα η συνειδητοποίηση του παρόντος. Η νοσταλγία του παρελθόντος και η αδημονία του μέλλοντος δεν προσφέρουν και τις καλύτερες υπηρεσίες. Προφανώς και είμαστε περήφανοι για την ιστορία μας και προφανώς ως προοδευτικοί πρέπει να έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας στο μέλλον, αλλά πρέπει να πιάσουμε το παρόν από τα μαλλιά.
Με ποιο τρόπο;
Να δώσουμε όλοι μας μία απλή υπόσχεση: “Ότι θα οικοδομήσουμε μαζί ένα κόμμα για το οποίο θα γουστάρουμε να ασχολούμαστε πολιτικά και να είμαστε περήφανοι που είμαστε μέλη του”. Αμέσως θα αντιτείνει κάποιος καλόπιστα: “Μα καλά ο τόνος δεν δίνεται από την εκάστοτε ηγεσία; Πρέπει να προσποιηθούμε ότι δεν παίζει κανέναν ρόλο;”
Κανείς δεν είπε κάτι τέτοιο
Όμως ας έχουμε στο μυαλό μας το εξής: Χαρισματικός ηγέτης με καθόλου χαρισματικό κόμμα άγεται, αποθεώνεται και καταβαραθρώνεται από τη συγκυρία. Αυτό έγινε με την περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα. Χαρισματικό κόμμα με καθόλου χαρισματικό ηγέτη ναι μεν καταφέρνει με την οργάνωσή του να επιβιώνει, αλλά δεν μπορεί να κάνει το βήμα παραπάνω. Αυτό συμβαίνει επί παραδείγματι σε γενικές γραμμές με το ΚΚΕ.
Στην εποχή που ζούμε, η αναζήτηση του συνδυασμού του χαρισματικού ηγέτη με το χαρισματικό κόμμα, όπως ήταν το ΠΑΣΟΚ προ κρίσης είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να επαναληφθεί. Κι αυτό δεν λέγεται με όρους μεμψιμοιρίας αλλά με όρους ρεαλισμού. Και όποιος υποσχεθεί κάτι τέτοιο στη συνέχεια, μάλλον πρέπει πρώτα να μετρήσει το πολιτικό του μπόι προτού ζητήσει να μετρηθεί στην κάλπη.
Άρα που καταλήγουμε;
Καταλήγουμε στο ότι πρέπει να φροντίσουμε τα του οίκου μας. Να μην ασχοληθούμε με το τι κάνουν οι άλλοι. Να διαμορφώσουμε το δικό μας ιδεολογικοπολιτικό στίγμα, το σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό, και να φροντίσουμε να διαμορφώσουμε ένα κόμμα “ζωντανός-οργανισμός” που θα διαβουλεύεται όχι μόνο στο εσωτερικό του, αλλά και στο εξωτερικό του.
Η εποχή που ένα κόμμα αρκούσε να είναι πολυσυλλεκτικό και το οποίο μεταβόλιζε κάθε κοινωνική τάση και έκφραση, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Πλέον οι φορείς πολιτικοποίησης ως επί το πλείστο βρίσκονται εκτός κομμάτων και συσπειρώνονται επί συγκεκριμένων αιτημάτων και αναγκών. Δεν αρκούν απλά τα καλέσματα, ούτε η “κάθοδος” στην κοινωνία των κομματικών εκπροσώπων ή λανσάρουν το πολιτικό τους προϊόν ως ελκυστικό.
Αντίθετα, η εποχή απαιτεί ένα κόμμα το οποίο πρωτίστως ακούει προτού ανοιχθεί, δεν απευθύνει μεμονωμένα καλέσματα-μεταγραφές σε παροπλισμένα στελέχη, αλλά δίνει το καλό παράδειγμα λειτουργίας προς τα έξω, πείθοντας για τις ιδέες και τις θέσεις του. Διαμορφώνει με άλλα λόγια εκείνο πρωτίστως ένα ελκυστικό μοντέλο πολιτικής λειτουργίας, που βασίζεται σε ένα σταθερό αξιακό πλαίσιο, όχι με όρους καθαρότητας, αλλά με όρους πολιτικής συνέπειας και αξιοπιστίας.
Εκεί ο καθένας μας πρέπει να αναζητήσει την χαμένη του αυτοπεποίθηση, το χαμένο του κίνητρο και μέσω αυτού ει δυνατόν να διοχετεύσει την πολιτική του φιλοδοξία, η οποία μέχρι ενός βαθμού είναι απολύτως θεμιτή.
Πρέπει με άλλα λόγια εμείς να δώσουμε μεταξύ μας και προς του έξω μία “υπόσχεση πολιτικής”, χρησιμοποιώντας τον τίτλο ενός εξαιρετικού δοκιμίου της Χάνα Άρεντ. Να γίνουμε περήφανοι για το δημιούργημά μας, όχι για τους εαυτούς μας, να δημιουργήσουμε ένα κοινό που θα κινήσει το ενδιαφέρον και την περιέργεια των “εκτός των τειχών”.
Μία καλή αφορμή προς τούτο είναι οι επικείμενες εσωκομματικές εκλογές του Κινήματός μας. Όμως πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι δεν αποτελεί ορόσημο αμετάκλητης επιτυχίας ή αποτυχίας, αλλά έναν κρίκο στην ιστορική αλυσίδα των γεγονότων που πρέπει να ενώσουμε προκειμένου να επιστρέψουμε εκεί που μας αξίζει.
Η απότομη και παταγώδης πτώση της τελευταίας δεκαετίας δεν αντιστρέφεται με ένα βολονταριστικό άλμα που περιγράφεται σε καλογραμμένα κείμενα, αλλά σε απτή, καθημερινή, συνεπή πολιτική δράση στην οποία εισφέρει ο καθένας από εμάς αναλογικά. Απαιτείται χρόνος, η δεξιά, η συντήρηση, δεν νικιέται με επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, ούτε διώκεται από την εξουσία με τσιτάτα και εύκολες λύσεις.
Χρειάζεται πολύ βαθιά και ευρεία επεξεργασία ιδεών, θέσεων, προτάσεων, με όρους απροκατάληπτου αναστοχασμού και γενναίας αυτοκριτικής. Τα “απανωτά γιουρούσια”, για να χρησιμοποιήσω την ατάκα ενός πολύ καλού μου φίλου δεν αρκούν πια. Κινδυνεύεις να γίνεις καρικατούρα ή να δημιουργήσεις άμυνες και φοβίες σε μία μερίδα κόσμου που παραδοσιακά είναι επιφυλακτική απέναντί σου.
Αυτό μπορούμε και πρέπει να υποσχεθούμε στους εαυτούς μας και τους τρίτους. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να υποσχεθούμε επιστροφή στην εξουσία, εδώ και τώρα πολιτική ανέλιξη και καταξίωση, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να λειτουργήσουμε ως μία επιχείρηση που ψάχνει στην αγορά τα καλύτερα βιογραφικά.
Αυτό που μπορούμε να υποσχεθούμε όμως είναι η συγκρότηση ενός δραστήριου πολιτικού κειμένου το οποίο θα μετέχει ενεργά στην αγορά των ιδεών και θα έχει ανοιχτούς ορίζοντες και ανοιχτές δομές για εκείνους που θέλουν να το γνωρίσουν καλύτερα και να ενταχθούν στις τάξεις του, εφόσον το επιθυμούν.
Μακάρι να ήταν όλα υπόθεση ενός χτυπήματος των δακτύλων. Τα δάκτυλα χρειάζεται να σχηματίσουν την γροθιά, να την σηκώσουμε ψηλά και μαζί με αυτήν την παράταξη μας. Εξάλλου, αν δεν αγαπήσουμε εμείς την παράταξή μας, πώς περιμένουμε να μας αγαπήσουν οι άλλοι;